- ἀσφαλίζονται
- ἀσφαλίζομαιpres ind mp 3rd plἀσφαλίζωfortifypres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεχυροδανειστήριο(ν) — το πιστωτικό ίδρυμα ή γραφείο που δίνει δάνεια με ενέχυρο, δηλ. έντοκα δάνεια που ασφαλίζονται με ενέχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστήριο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… … Dictionary of Greek
ενεχυροδανειστήριο — το ίδρυμα που δίνει δάνεια έντοκα τα οποία ασφαλίζονται με ενέχυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)